29/4/18

Μεταμυθοπλασία και Ιστορία

Μιχάλης Νικολινάκος, Κέρκυρα, 1976, ακουαρέλα, 19 x 29 εκ.



ΤΟΥ ΠΕΤΡΟΥ-ΙΩΣΗΦ ΣΤΑΝΓΚΑΝΕΛΛΗ

Ποιο θα μπορούσε να είναι το αντικείμενο μιας συζήτησης μεταξύ μεταμυθοπλασίας και Ιστορίας; Και μάλιστα, υπό την προϋπόθεση της ρευστότητας, της απουσίας ενός περιεκτικού και αντιπροσωπευτικού ορισμού της μεταμυθοπλασίας; Η δυσκολία μειώνεται, φαινομενικά, αν, δίπλα στο ουσιαστικό «μεταμυθοπλασία», προστεθεί ο προσδιορισμός «τεκμηριωτική». Από τη στιγμή που η Ιστορία είναι η κατεξοχήν πειθαρχία της χρήσης τεκμηρίων, μια γέφυρα έχει αρχίσει να διαφαίνεται στον ορίζοντα. Η πραγματική γέφυρα, βέβαια, βρίσκεται στο ίδιο το έδαφος της μεταμυθοπλασίας, συνολικά, κι όχι σε αυτό των τεκμηρίων. Αλλά ως προς αυτό, ο αναγνώστης θα πρέπει να κάνει λίγη υπομονή.
Ήδη από την αρχή, τίθεται ένα ερώτημα το οποίο οφείλει να απαντηθεί, μιας που ο όρος «τεκμήριο» δεν είναι καθόλου ουδέτερος. Από τη στιγμή, μάλιστα, που στο παρόν αφιέρωμα έχουν προηγηθεί άλλα κείμενα, καλό θα ήταν να αναφερθώ, έστω και με μια νύξη, σε μια συζήτηση παράπλευρη, αυτή περί ιστορίας και ρητορικής. Μια συζήτηση αιώνων η οποία φέρει, στον πυρήνα της, μια τομή, μια αποσιώπηση κι έναν περιορισμό οπτικής. Ας το πω, εδώ, με μια φράση μόνο: όσο κι αν προσπαθεί ένα σύγχρονο ρεύμα της θεωρίας της Ιστορίας να αναδείξει τη σχέση ρητορικής και Ιστορίας, εννοώντας την πρώτη, και περιορίζοντάς την, μόνο ως μια θεωρία των ρητορικών τρόπων, έρχεται κάποια στιγμή που αναδύεται, μεταξύ άλλων, αυτός ο όρος της (δικανικής) ρητορικής, και τα πράγματα περιπλέκονται. Διότι, το τεκμήριο συνδέεται με έναν αποδεικτικό συλλογισμό, με έναν ισχυρισμό, με μια ολόκληρη νοητική διεργασία την οποία, αν θέλαμε να την ανακατασκευάσουμε, θα έπρεπε να αναφερθούμε στο συνολικό έργο του ιστορικού, δηλαδή σε αυτό της έρευνας και παρουσίασης.

Οι ιστορικοί αναζητούν τεκμήρια, σε διάφορα στάδια της έρευνάς τους, βρίσκουν τεκμήρια, διαβάζουν τεκμήρια, ερευνούν τεκμήρια, ερωτούν τεκμήρια, επιχειρηματολογούν, εξηγούν με βάση τεκμήρια, καταρρίπτουν ή επιβεβαιώνουν υποθέσεις, δικές τους ή άλλων, με βάση τεκμήρια − συχνά, και με τα ίδια τεκμήρια. Και φυσικά παραθέτουν τεκμήρια στα κείμενά τους, μεταξύ άλλων και για να πείσουν τον αναγνώστη για την αληθοφάνεια των ισχυρισμών τους. Διά των αυθεντικών τεκμηρίων παράγονται βάσιμοι ισχυρισμοί. Εννοείται, βέβαια, ότι δεν κάνουν μόνο αυτό: το θετικιστικό όνειρο μιας ιστορίας που θα περιέχει μόνο τεκμήρια, έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Δεν θα πρέπει να συλλάβουμε την τεκμηριωτική μεταμυθοπλασία απλώς και μόνο ως ένα είδος προσομοίωσης της εργασίας του ιστορικού από έναν μυθιστοριογράφο. Ακόμα και σε συνθήκες πλήρους προσομοίωσης, κάτι το οποίο συνεπάγεται ότι ο μυθιστοριογράφος θα έχει πράγματι αναζητήσει, ερωτήσει, παραθέσει κτλ. πραγματικά τεκμήρια, δηλαδή δεν τα έχει γράψει ο ίδιος, παρότι θα είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει (στο κάτω κάτω, μυθιστοριογράφος είναι…), και πάλι, το έργο του, δεν θα κρινόταν ως ιστορική μελέτη, αλλά ως μυθιστόρημα.
Εδώ οι δρόμοι του ιστορικού και του λογοτέχνη χωρίζουν: εκεί που ο πρώτος οφείλει, εκ του ρόλου του, να ελέγξει το αποτέλεσμα της συγγραφικής του διαδικασίας −και κρίνεται, από τους ομοτέχνους του, πρωτίστως την κοινότητα των ιστορικών, για το βάσιμο των λεγομένων του−, ο λογοτέχνης «οφείλει να ενδιαφέρεται» (και, πάντως, κρίνεται από τους αναγνώστες του) «μόνο» για το έντεχνο ή το άτεχνο της δημιουργίας του. Βέβαια, εδώ ας προσθέσω ότι, στην τεκμηριωτική μεταμυθοπλασία, μάλλον τα αυθεντικά τεκμήρια είναι αυτά που προδίδουν την τέχνη του, αφού τα πλαστά, τα γραμμένα από τον ίδιο, απλώς αναδιπλασιάζουν τη λογοτεχνική κατασκευή, δίχως να της προσδίδουν τον πρώτιστο σκοπό της ύπαρξής τους εντός της αφήγησης που, εδώ, είναι η πρόσθεση μιας φωνής που δεν είναι αυτή του συγγραφέα, και η οποία δεν ελέγχεται πλήρως από τον ίδιο. Το στοιχείο της εύρεσης (αλλά και της διάταξης) είναι σημαντικότερο από αυτό της επινόησης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ένας επαρκής αναγνώστης δεν μπορεί να ασκήσει κριτική ως προς τη σχέση του μυθιστορήματος με μια πραγματικότητα που βρίσκεται εκτός του κειμένου του − σημαίνει, όμως, ότι η κριτική αυτή εδράζεται πρωτίστως στις ιδεολογικές συμπαραδηλώσεις του συγκεκριμένου λογοτεχνικού έργου συνολικά.
Τι σημαίνει η προηγούμενη παράγραφος; Παραφράζοντας και αναποδογυρίζοντας την περίφημη φράση του Αντόρνο, ότι η τέχνη μπορεί να αφήνεται ελεύθερη, σε έναν ανελεύθερο κόσμο, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα της δώσουμε και το δικαίωμα να εμπλέκεται και σε ζητήματα που άπτονται της (ιστορικής) επιστήμης.
Ισχύουν, όμως, όλα αυτά;
Στον μικρόκοσμο της Αθήνας, η κατηγορία σχετικά με τη χρήση τεκμηρίων τέθηκε, τον 19ο αιώνα, και έκτοτε συνεχίζεται να τίθεται, σποραδικά, στον επιλεγμένο πρόγονο των εν Ελλάδι συγγραφέων μεταμυθοπλασίας. Πράγματι, ο συγγραφέας της Πάπισσας, εκτός από αντιγραφέας και λογοκλόπος, θα μπορούσε να κατηγορηθεί και ως πλαστογράφος, αφού, δίπλα σε «αυθεντικές» παραπομπές, παραθέτει και τεκμήρια γραμμένα από τον ίδιο. Δεν μπορούμε να αποσιωπήσουμε το γεγονός ότι η Πάπισσα διαβάστηκε και ως ανήκουσα στο είδος που ο συγγραφέας της την κατέταξε, ακόμα και διά του υποτίτλου της: ως μια ιστορική μελέτη. Διαβάστηκε, μάλιστα, τόσο κυριολεκτικά ως ιστορική μελέτη, ώστε, ακόμα και σήμερα γράφονται μελέτες για τις πηγές που χρησιμοποίησε ο Ροΐδης. Ακόμα, λοιπόν, κι αν δεν διαθέτει την κοινωνική αίγλη ή το status μιας επιστήμης, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η λογοτεχνία γίνεται αντιληπτή από αναγνώστες και ως μια μορφή γνώσης.
Στην περίπτωση της μεταμυθοπλασίας, ο αναγνώστης γνωρίζει, φαινομενικά, κάτι κρίσιμο: πώς έχει παραχθεί η αφήγηση που διαβάζει. Άλλωστε, αυτό κυρίως διαβάζει, όχι την εκτύλιξη μιας πλοκής, αλλά την ίδια τη διαδικασία της γραφής. Ας παραθέσω την διατύπωση της Ελισάβετ Αρσενίου: το τέλος της αθωότητας, η ανάδειξη του «τεχνητού», η στροφή του ενδιαφέροντος στη διαδικασία, στο μέσο, στη συγγραφή και τη δημιουργία του έργου, που γίνονται μέρος της αφήγησης και όχι εξωτερικές συνθήκες και προϋποθέσεις της.
Όσο κι αν τα παραπάνω φαίνονται απομακρυσμένα από την εργασία του ιστορικού, σε αντίθεση με τη συζήτηση περί τεκμηρίων, κι όμως, εδώ ακριβώς θα μπορούσε να παραχθεί μια γέφυρα, μια κοινότητα πεδίων. Στο εργαστήριο της γραφής, μιας γραφής θεωρούμενης ως έρευνα, ως μια σειρά δοκιμών και διαψεύσεων, δοκιμασιών και αποτυχιών. Διότι, και η παρουσίαση είναι μια μορφή έρευνας, δεν την προϋποθέτει, μόνο, δεν την συνεχίζει, μόνο.
Δεν είναι λοιπόν, στα τεκμήρια, τα οποία ούτως ή άλλως έχουν πια από καιρό απομαγευθεί, υπό την έννοια ότι δεν περιέχουν από μόνα τους, αυτούσια, αναβλύζουσα από τα βάθη τους, την πραγματικότητα· δεν είναι ούτε σε μια θεωρία της ιστορίας, μεταφυτευμένη σε αυτήν από τη θεωρία της λογοτεχνίας, εκεί που θα έπρεπε να αναζητήσουμε ένα κοινό πεδίο.
 Ας θέσω κι ένα ερώτημα για το τέλος: σε ποιο είδος κατατάσσεται η μελέτη ενός ιστορικού που γράφει μια μελέτη, γράφοντας ταυτόχρονα και για τον τρόπο παραγωγής της; Ένα παραπλήσιο ερώτημα έγινε αντικείμενο μιας διαμάχης στα μέσα της δεκαετίας του 1970 στην Ιταλία, και αφορούσε το Πώς γίνεται μια διπλωματική εργασία (νήσος, 1994) του Ουμπέρτο Έκο. Είναι τελικά μυθιστόρημα ή εγχειρίδιο συγγραφής επιστημονικών εργασιών; Σαράντα ένα χρόνια μετά, η απάντηση είναι προφανής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: