15/4/18

Μια ιοβόλος κριτική του συγγραφικού ναρκισσισμού

ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΖΗΡΑ

Γιώργος Γυπαράκης, 1 sec, 2017, σύρμα, 700 x 220 x 30 εκ., παραχώρηση του καλλιτέχνη και της γκαλερί Ζουμπουλάκη


ΑΛΕΞΗΣ ΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ, Η κρυφή πόρτα, εκδόσεις Μεταίχμιο, σελ. 181

Όπως και όλα τα πεζά του Αλέξη Πανσέληνου (τονίζοντας το όλα) η Κρυφή πόρτα είναι μια ιστορία πολλαπλής αυτογνωσίας. Μια μαστορικά δουλεμένη ιστορία, στη διαδρομή της οποίας, σ’ ένα μικρό σχετικά διάστημα χρόνου, το κεντρικό της πρόσωπο, ένας άντρας όχι πια στη νεότητά του, παρασύρεται από όσα του συμβαίνουν και μπαίνει σε μια διαδικασία ταχύτατης σωματικής και ψυχικής απορρύθμισης. Βαθμιαία χάνει την ικανότητα να δολιχοδρομεί ανάμεσα στη μιζέρια και στις καλά κλειδωμένες επιθυμίες του· όσο προχωρά η εξέλιξη της μυθοπλασίας γίνεται μάλιστα έρμαιό τους, χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει. Κι ενώ, συγκεντρωμένος ομφαλοσκοπικά στην ύπαρξή του, έχει την αυταπάτη ότι την κατευθύνει, δεν περνάει από το νου του ( ίσως γιατί δεν είναι ικανός να το δει) ότι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εκείνος νομίζει ότι ενδιαφέρεται ή αδιαφορεί για τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που κινούνται γύρω του, ενδιαφέρεται ή αδιαφορεί γι’ αυτόν μια «υπερκείμενη», αθέατη δύναμη, πολύ πιο ικανή. Πλάι δηλαδή στη μυθοπλασία που, επιφανειακά τουλάχιστον, είναι αρκούντως ευανάγνωστη, αναπτύσσεται μια ετερομυθοπλασία, με χαρακτηριστικό της την απόκρυψη νοημάτων και την αστάθεια, καθώς η ζωή του Ευγένιου, του κεντρικού χαρακτήρα στη νουβέλα του Πανσέληνου, εξωθείται, θα μπορούσε να πει κανείς ανεπιγνώστως, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, από μια δύναμη παρούσα με τη δική της λογική και τις δικές της ηθικές επιλογές. Αυτή η δύναμη, αυτό το fatum ως ετερομυθοπλασιακό κίνητρο, είναι που τελικά επεμβαίνει στην ιστορία της Κρυφής πόρτας, την «εκτροχιάζει» κι έπειτα πετσοκόβει και πετάει εξαθλιωμένο και εξαντλημένο τον Ευγένιο στο καναβάτσο.

Όμως κατ’ εμέ (και παρ’ ότι η Κρυφή πόρτα δεν συσχετίστηκε από την κριτική με τα άλλα βιβλία του Πανσέληνου), αυτό το δεύτερο πεδίο κειμενικής ανάγνωσης δεν εμφανίζεται μόνο εδώ. Πρόκειται για έναν μηχανισμό ηθικής αποκατάστασης, αδηφάγο ή, μάλλον, για να είμαστε ακριβέστεροι, ανθρωποφάγο, που ο συγγραφέας τον χρησιμοποίησε προηγουμένως και σε άλλα μυθιστορήματά του: λόγου χάριν, στις Σκοτεινές επιγραφές (2011), ενώ την παρουσία του μπορούμε να την εντοπίσουμε από μιας αρχής, ως καταστασιακό πυρήνα, και αλλού: ας πούμε, στο μυθιστόρημα της Μεγάλης πομπής (1985), καθώς κι εκεί η αποκλιμάκωση και αποδόμηση της μοιρασμένης στα δυο ενδοαφηγηματικής ταυτότητας του Νότη/Λάνσετρις είναι εξαιρετικά ραγδαία. Ο Λάνσετρις ηττάται στο παραβολικό μέρος του μυθιστορήματος και την ίδια στιγμή ο Νότης ενσωματώνεται στις κοινωνικοηθικές συμβάσεις που ως τότε απέφευγε. Θα έλεγα μάλιστα ότι όσο τα πρόσωπα του Πανσέληνου, μοιραία από την ίδια τη φύση τους, βαθμιαία χάνουν τη σταθερότητα και τη σιγουριά τους και παραπαίουν διχασμένα, τόσο γίνονται ευκολότερα βορά στη δύναμη που εσκεμμένα τα αφανίζει.
Ιστορία λοιπόν οδυνηρής αυτογνωσίας είναι αυτή που παρακολουθούμε στην Κρυφή πόρτα, και, συνάμα, ιστορία που, όσο αυξάνονται οι δοκιμασίες του πρωταγωνιστικού προσώπου της, τόσο διασαλεύονται τα σταθερά, τα τακτοποιημένα όρια που έμοιαζαν στην αρχή να έχουν βάλει σε σειρά τις ζωές και τους ρόλους της μικρής κοινωνίας του μυθιστορήματος, ή έμοιαζαν να έχουν ξεχωρίσει με σχετική ασφάλεια το τώρα από το άλλοτε, τη μνήμη από τα καθημερινά τρέχοντα. Ο ελεγχόμενος από τον πρωταγωνιστή ρυθμός της ζωής του, οι συνήθειες και οι κανόνες του, σιγά σιγά του ξεφεύγει, η ευστάθεια γίνεται αστάθεια, το περιβάλλον και οι συνθήκες αλλάζουν διαρκώς, σαν να περιφέρονται τα πάντα φορτωμένα σ’ ένα γαϊτανάκι που αυξάνει ολοένα ταχύτητα. Και κανείς δεν μπορεί πια να το εγκαταλείψει, καθώς απλούστατα δεν μπορεί· παρασύρεται από μια φυγόκεντρη δύναμη που για κάποιο λόγο αφυπνίστηκε και πήρε μπροστά, αλέθοντας τους πάντες και τα πάντα! Αυτή όμως η περιδίνηση, αυτή η περιφορά σαν σβούρα δεν είναι τυχαία − το αντιλαμβανόμαστε όταν φτάσουμε στο τέλος του βιβλίου και το στοχαστούμε αναδρομικά.
Η κατά Κούντερα σοφία της μυθοπλασίας βρίσκεται στο ότι «χαρίζει» στον αναγνώστη της, προς το τέλος της ιστορίας, μιαν αποκάλυψη, την οποία όμως μεθόδευε με υπομονή από την αρχή, ξεσκεπάζοντάς την σιγά σιγά, με μέτρο, συνθέτοντας ένα τριτοπρόσωπο αφήγημα που στο κλείσιμό του όλα καταντούν τελείως άμετρα − θα έλεγα όπως σ’ έναν εφιάλτη! Ο αθέατος και πανταχού παρών αφηγητής, είναι αλήθεια ότι φρόντιζε, με νύξεις, με υπονοούμενα, με δήθεν αθώες και ουδέτερες παρατηρήσεις, να (μας) συστήνει να είμαστε περισσότερο καχύποπτοι για την ηθική του προαίρεση, λιγότερο εύπιστοι − όπως συνηθίζουμε να είμαστε, μη κρατώντας κάποιες ελάχιστες αλλά αναγκαίες αποστάσεις από τον επινοημένο κόσμο του βιβλίου. Η αποκάλυψη (που κι αυτή δεν είναι ποτέ ολοκληρωμένη, όντας ίσαμε το τέλος αμφίβολη) αφορά στην αινιγματική σχέση μεταξύ ενός μοναχικού άντρα που μπαίνει στη μέση ηλικία και μιας νεαρής γυναίκας που επιμένει υπερβολικά να νοικιάσει τη χωρισμένη στα δύο μισή κατοικία του, με μόνη ανοιχτή δίοδο ανάμεσα στα μέρη του παλιού διαμερίσματος μια «κρυφή πόρτα». Μια πόρτα παραδείσου ή κολάσεως, αναμενόμενης απόλαυσης ή τιμωρίας, η οποία επέχει θέση συμβόλου στη μυθοπλασία. Η πόρτα είναι ανοιχτή αλλά και συνάμα αδιαπέραστη, είναι ένα πολλαπλό όριο που χωρίζει και ενώνει, μεταβαλλόμενο, όσο προχωρούν τα πράγματα, σε βραχνά που δαιμονίζει, φοβίζει και απελπίζει τον Ευγένιο, ταιριάζοντας με τον ενίοτε αργό και με συχνές μικροανακυκλώσεις ρυθμό της αφήγησης.
Στην Κρυφή πόρτα αναπτύσσεται μια εξαρχής μυστηριώδης σχέση, τον καταστροφικό ορίζοντα βάθους της οποίας ο αθέατος αφηγητής/συγγραφέας τον προοικονομεί. Όπως ήδη αναφέραμε, με σκόρπιες νύξεις εδώ κι εκεί, προετοιμάζει τον αναγνώστη για το υποδηλούμενο ανίερο και την επερχόμενη ύβρη. Ασχέτως του ότι ο αναγνώστης, ενδεχομένως λόγω του ότι επέλεξε ο Πανσέληνος τον κλειστό εστιασμό ενός «δράματος δωματίου», βρίσκεται πολύ κοντά στα πρόσωπα της ιστορίας, τον εξηντάχρονο Ευγένιο (τον ξενιστή του αφηγητή, καθώς δανείζεται το βλέμμα, τη γλώσσα και το νου του) και την πολύ νεώτερή του Μαρία, έτσι ώστε να μην είναι εύκολο σ’ αυτόν να κρατήσει τις αποστάσεις ενός παρατηρητή. Απασχολημένος εξ ολοκλήρου με τους δυο, κλείνεται μέσα στο «πράγμα», δεν στέκεται απέναντί του. Σε ετούτη την εξάρτηση βοηθά ακόμα περισσότερο το εκ των πραγμάτων παραξένισμά της: η μυθοπλασία αφορά σ’ ένα ζευγάρι «αταίριαστο» σύμφωνα με τα συμβατικά μέτρα, αλλά αυτή η εξαίρεση είναι μοιραίο να εξάπτει τη φαντασία και να αδρανοποιεί τις άμυνες του αναγνώστη.
Με την ιστορία πάντως αυτή, που το μεγαλύτερο μέρος της στεγάζεται στο διαμέρισμα μιας σχετικά παλιάς πολυκατοικίας, στην περιοχή της Νεάπολης, ψηλά στην Ασκληπιού, διασταυρώνονται και άλλα αφηγηματικά πεδία. Και άλλοι κόσμοι. Χρονικά βρισκόμαστε στην έκρυθμη περίοδο των προεκλογικών του 2015· η Αθήνα ζει έναν γενικό αναβρασμό, μια καθόλα ρευστή κατάσταση, η οποία από τη μια μεριά υποδαυλίζει την μεταιχμιακή ατμόσφαιρα της μυθοπλασίας, χωρίς όμως από την άλλη η πολιτική σκηνογραφία, οι φημολογούμενες ανατροπές, να επηρεάζουν ιδιαίτερα ό,τι ονόμασα «δράμα δωματίου», δηλαδή δράμα χαρακτήρων. Στην αρχή, ως απόηχος μάλλον, έρχονται οι συμπλοκές της αστυνομίας στους γύρω δρόμους με ακτιβιστικές ομάδες των Εξαρχείων. Καταλυτικότερο όμως ρόλο έχει ένας ανώνυμος, ως το τέλος άστεγος, που κατέφυγε στο κοίλωμα ενός γειτονικού με την πολυκατοικία του Ευγένιου κτιρίου· η αδιαφανής παρουσία του εντείνει μ’ έναν σχετικά ακαθόριστο τρόπο την ψυχική αβεβαιότητα και την ανασφάλεια, καθώς, ως υπόρρητη απειλή, παραπέμπει τον Ευγένιο στην ανεστιότητα, στη φυγή, στην περιπλάνηση και στην ρευστότητα των καιρών.
Ο Ευγένιος, αδιάφορος στο μεγαλύτερο μέρος της νουβέλας για ό,τι συμβαίνει γύρω του, οιηματίας και κλεισμένος στην αυτάρκειά του, είναι το παιδί μιας μεσοαστικής οικογένειας, εξαρτημένος όπως φαίνεται από τη μνήμη της μητέρας του, η οποία στη ζωή της ήθελε να παίζει το ρόλο της εύπορης κυρίας «του καλού κόσμου». Έναν άλλο ρόλο παίζει στην ουσία και ο ίδιος, αρπαγμένος ιδεοληπτικά από τη φαντασίωση του τι μπορεί να είναι − ένα σημείο που αποτελεί, αν το δούμε ως μετακειμενική προβολή, μία από τις πιο ιοβόλες κριτικές για τον συγγραφικό ναρκισσισμό που έχω διαβάσει. Μεταφραστής λοιπόν και επίδοξος συγγραφέας, διαζευγμένος, χωρίς παιδιά, φύσει μονήρης, ζει αρκετά περιορισμένα, αφού με την εξαπλούμενη οικονομική κρίση οι εκδότες αναστέλλουν ή ακυρώνουν τα σχέδιά τους. Οπότε, για να τα φέρει βόλτα καλύτερα, σκέπτεται να χωρίσει το διαμέρισμά του στα δύο, νοικιάζοντας (μετά από πολλές αμφιθυμίες και αναστολές) το άλλο μισό, αφήνοντας όμως άχτιστη, λόγω τσιγγουνιάς, μια ενδιάμεση «κρυφή» πόρτα − κρυφή, αφού δεν φαίνεται αμέσως. Τελικά, νοικιάζει (όχι εντελώς τυχαία, όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια) αυτό το δεύτερο μισό του σπιτιού του σε μια νεαρή γυναίκα, σχεδιάστρια ιστοσελίδων κατά τη δήλωσή της, γοητευτική στον Ευγένιο από την αρχή και επιθυμητή ακόμα περισσότερο, όταν αντιλαμβάνεται ότι συμπληρώνει τα έσοδά της με το να δέχεται άντρες στο σπίτι! Αυτό άλλωστε είναι και ένα από τα κλειδιά της ιστορίας του Πανσέληνου: από τη στιγμή που καταλαβαίνει ότι η νεαρή «διατίθεται», ότι είναι προσβάσιμη, γεννιέται μέσα του μια βουλιμική (αυτοκαταστροφική, όπως εξελίσσεται) πείνα που σιγά-σιγά τον κατατρώει σαν αρρώστια.
Από το σημείο ετούτο, επίσης, εντείνεται και η αποδομητική τακτική που ακολουθεί ο δημιουργός ως προς το δημιούργημά του! Ως εκεί κρατούσε μια απόσταση απ’ αυτό, εδώ κι εκεί ειρωνευόταν τη συμπεριφορά και τις σκέψεις του, ιδίως την οίησή του πως είναι κάτι το διαφορετικό κι ανώτερο από το περιβάλλον του. Όμως, έτσι όπως η οίηση του Ευγένιου μετατρέπεται σε αδηφάγο επιθυμία καθυπόταξης του άλλου, της νεαρής γυναίκας δηλαδή, η οποία εμφανίζεται στα μάτια του ανοχύρωτη, ο αθέατος αφηγητής τον σπρώχνει σταθερά προς την συντριπτική έξοδο του δράματος. Κυριευμένος από μια εγωπαθή τυφλότητα, από μια νοσηρότητα, καθώς δεν είναι ούτε καν το πάθος του για τη Μαρία το κίνητρό του να την «κατακτήσει» αλλά η αποαισθηματοποιημένη προσπάθειά να μεταφέρει την σεξουαλική εμπειρία στο ακόμα ημιτελές μυθιστόρημά του, ο Ευγένιος αγνοεί τα σημάδια, τα προμηνύματα, παραβλέπει τις εμφανείς ομοιότητές του με εκείνη. Και, μολονότι η ιστορία της Κρυφής Πόρτας αφήνει τον αναγνώστη στο τέλος ταλαντευόμενο, έχοντας μπροστά του ένα άλυτο διφορούμενο ως προς το αν πρόκειται για ερωτική πράξη πατέρα και κόρης, ο κύκλος της ύβρεως και της τιμωρίας έχει ουσιαστικά ολοκληρωθεί. Και ενώ τα πάντα, γύρω και μέσα του, καταρρέουν, ενώ η ίδια η πόλη που άλλοτε του προσφερόταν ως οχυρό είναι παραδομένη στη βία, στους εμπρησμούς, στις ληστείες και στις συμπλοκές, εκείνος, έχοντας ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, είναι ακόμα πιο πολύ ριγμένος σε μια σύγχυση. Και πάντως μισοαντιλαμβάνεται ότι το ακόμα φοβερότερο δεν το έζησε, ότι βρίσκεται μπροστά του σαν βέβαιη τιμωρία και τον περιμένει.

Ο Αλέξης Ζήρας είναι κριτικός λογοτεχνίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: