20/5/18

Γιατί μας ενδιαφέρει σήμερα η μόδα;


Σχόλια πάνω στην “σεξουαλική έλξη του ανόργανου” και την κεντρικότητα του σώματος σήμερα


ΜΟΔΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Έργα της Νάνας  Σαχίνη, του Οίκου Τσοπανέλη και του Αλέξανδρου Ψυχούλη




ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΖΙΡΤΖΙΛΑΚΗ

Καθένας μας γνωρίζει κάποια προσωπικά παραδείγματα που πιστοποιούν ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη μόδα σήμερα. Το φαινόμενο αυτό διαθέτει ορισμένα χαρακτηριστικά που διαφέρουν από εκείνα των δύο περασμένων δεκαετιών, όπου η μόδα ταυτίστηκε με την ενδυματολογική εξτραβαγκάντσα της εγχώριας σόουμπιζ. Ανάμεσα τους πρέπει να συμπεριλάβουμε και την αυθόρμητη διάδοση της λαϊκής ανακύκλωσης και του do it yourself (DIY) που ενεργοποίησε η διασπορά των μικρών καταστημάτων “μεταποίησης και επιδιόρθωσης” ρούχων, σε κάθε γωνιά και γειτονιά των ελληνικών πόλεων. Γι αυτό είναι τουλάχιστον ατυχές το γεγονός, ότι δύο πρόσφατες εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης (Shopping Star και My style Rocks) εγκλώβισαν το θέμα σε παρωχημένα στερεότυπα και αφέλειες, που απλά διεγείρουν τη φαντασία, κατανέμοντας τη μίζερη ψευδαίσθηση της τηλεοπτικής δημοσιότητας.
Τι σημαίνει, λοιπόν, η μόδα σήμερα, καταμεσής μιας κρίσης χωρίς επιστροφή; Πριν απαντήσουμε σ’ ένα τέτοιο ερώτημα, χρειάζονται ορισμένες διευκρινήσεις που προετοιμάζουν το έδαφος. Η μόδα, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, γεννήθηκε με την νεωτερικότητα. Μόδα και μοντέρνο συνιστούν δύο αξεδιάλυτες έννοιες που, εκτός από την ετυμολογική τους συνάφεια, θέλγονται μεθυστικά από την σύζευξη των νέων εμπορευματικών μορφών (στις οποίες κατατάσσεται η μόδα) με ό,τι θεωρούμε αιώνιο. Η μόδα είναι το τελετουργικό με το οποίο κατορθώνεται αυτή η ζεύξη στις μεγαλουπόλεις του 19ου αιώνα. Ο Μπωντλαίρ θα δώσει το 1863 τον πιο κατάλληλο ορισμό μιας τέτοιας αιμομικτικής συγγένειας: “Το καινούριο είναι το εφήμερο, το φευγαλέο, το τυχαίο, το ήμισυ της τέχνης, της οποίας το άλλο ήμισυ είναι το αιώνιο και αμετάβλητο”.

Και οι δύο αυτές σταθερές της δυτικής νεωτερικότητας (η μόδα και το μοντέρνο) αρθρώθηκαν γύρω από το δίπολο του καινούργιου και του αιώνιου, το οποίο όσο εξωθείται στα άκρα, τόσο αποκαλύπτει τη φύση του. Ο Walter Benjamin –σχολιάζοντας τον Μπωντλαίρ – θα αποκαλέσει το “ζωτικό νεύρο της μόδας” ως “σεξουαλική έλξη του ανόργανου”, η οποία διαπερνά ολόκληρη την επικράτεια του μοντέρνου. Μια τέτοια διατύπωση, όπως αυτή του Benjamin μας προϊδεάζει για την εξαιρετική ευρύτητα των θεματικών και το σύγχρονο χαρακτήρα του φαινομένου, που οι εγχώριες πολιτισμικές σπουδές εξακολουθούν να υποτιμούν.
Το διττό αυτό σχήμα του εφήμερου και του αιώνιου θα συνδυαστεί με την ενδυματολογική συνύπαρξη της διαφοροποίησης με την ομογενοποίηση, της εξατομίκευσης με την μίμηση, όπως θα τις ορίσει η κοινωνιολογία της μόδας στις αρχές του 20ου αιώνα.  Και από εκεί θα περάσουμε στη διάκριση μεταξύ της “υψηλής ραπτικής” (haute couture) και των νέων μορφών υποκουλτούρας, που θα ονομαστούν “μόδα του δρόμου” (street fashion). Αν η πρώτη θέλγει το συλλογικό φαντασιακό όλων, η δεύτερη θα είναι εκείνη που θα αλλάξει ριζικά την κοινωνική λειτουργία του φαινομένου. Εξού και ο καίριος ρόλος της στη χειραφέτηση του σώματος, στον εκδημοκρατισμό του γούστου και, προπάντων, των επιθυμιών στις μαζικές κοινωνίες του δεύτερου μεταπολέμου.  
Που μας οδηγούν όλα αυτά; Στο να καταλάβουμε ότι μόδα δεν είναι μόνο ένα ακριβό φόρεμα των Comme des Garçons, των Vetements ή του Gucci, αλλά και ένα φτηνό φούτερ, ένα τζιν, το περιβόητο λευκό T-shirt, ή μια φόρμα εργασίας -που τόσο αγάπησαν οι καλλιτέχνες του κονστρουκτιβισμού. Όπως εγκαταλείφθηκε η διάκριση ανάμεσα στην υψηλή και τη χαμηλή τέχνη, έτσι δεν υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στην υψηλή και τη χαμηλή ραπτική, την πολυτέλεια και την “φτωχή αισθητική”, χωρίς να λείπουν, φυσικά, οι ενδιάμεσες ζώνες, στις οποίες όλο και περισσότεροι διεκδικούν θέση. Αυτή είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση που εξακολουθεί να κατατρύχει το φαινόμενο της μόδας, ακόμη και τους πολυώνυμους “ειδικούς” της
Τα προϊόντα της “υψηλής μόδας” –τα οποία ασφαλώς λίγοι μπορούν να αποκτήσουν, ίσως και να φορέσουν- τείνουν σε μια παραληρηματική, κι άλλοτε ανατρεπτική, εκφραστικότητα, ενώ της “χαμηλής” στον σαρκικό λειτουργισμό, που πριν μερικά χρόνια αποκαλούσαμε “επείγουσα κάλυψη των ανθρώπινων αναγκών”. Το νεωτερικά δίπολα της διαφοροποίησης και της ομογενοποίησης, του χρήσιμου και του άχρηστου, εξακολουθούν να ευημερούν, όπως και η ανθρωπολογική παράδοση της εκλεπτυσμένης “επιμέλειας του εαυτού”, όπως την άσκησε ο νωχελικός δανδής του 18ου αιώνα. Στον αντίποδα τοποθετείται η ηθική της εργασίας, που κατασκευαστικά μετονομάστηκε σε prêt-à-porter και σήμερα αποκαλούμε casual.
Εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι και οι δύο αυτές κατηγορίες ρουχισμού διαθέτουν το δικό τους φετιχιστικό χαρακτήρα, τη δική τους “σεξουαλική έλξη του ανόργανου” και όλα τα σημάδια “της μοίρας να γίνουν κάποτε αρχαιότητα”. Εκείνο που δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε είναι η επιρροή που ασκεί η “υψηλή” κατηγορία όχι μόνο στο κοινωνικό φαντασιακό, αλλά στο “κοινό και το κύριο”: δηλαδή στη μόδα και το ρουχισμό που μέλλεται να φορέσουμε.
Τι είναι λοιπόν αυτό που αλλάζει στη μόδα σήμερα, στην εποχή μιας κρίσης που κανείς δεν είχε διανοηθεί; Η επιστροφή στην κεντρικότητα του σώματος, τόσο την υψηλή όσο και τη χαμηλή εκδοχή του: δηλαδή στην υπερβολή και στην κανονικότητα. Το σώμα αναδεικνύεται στο τελευταίο ανάχωμα αυτής της “νέας εποχής”: τόπος εσωτερίκευσης και υπέρβασης, δια-κόσμησης και αντίστασης, βιοπολιτικής και επιτελεστικότητας, με σημάδια διακριτά όχι μόνο στη μόδα αλλά και στην αρχιτεκτονική, στη σύγχρονη τέχνη στο θέατρο και ούτω καθεξής. Η μόδα πάνω απ’ όλα γίνεται τρόπος (modus), δηλαδή, προσωπική εμπειρία και γνώση του “πως”.
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι το φαινόμενο αυτό διευρύνεται, αποκτώντας τη μορφή μιας αποϊδεολογικοποίησης της μόδας, ακόμη και στις πιο ανήσυχες κοινωνικές ομάδες με αυξημένη πολιτικοποίηση και κοινωνική ευαισθησία. Η μόδα αρχίζει να βγαίνει από την επιστημονική απαξίωση και γίνεται αντικείμενο όχι μόνο της νέας οικονομίας αλλά και των πολιτιστικών σπουδών, των σπουδών του φύλου και του μεταβιομηχανικού σχεδιασμού, εντός των οποίων παράγονται επιθυμίες, ταυτότητες, τεχνολογίες και αναπαραστάσεις του σώματος. Και αν θέλουμε να πάμε ακόμη παραπέρα θα διαπιστώσουμε ότι ο στυλίστας γίνεται το παράδειγμα μιας σειράς σύγχρονων πολιτιστικών πρακτικών, συγκρίσιμο με εκείνο του “επιμελητή” (curator).
Ο Benjamin θα δώσει μια εξήγηση στο παράδοξο αυτό φαινόμενο, που ορίζει την πεμπτουσία της μόδας: “Το γεγονός ότι η τελευταία γραμμή άμυνας της τέχνης συμπίπτει με το προκεχωρημένο μέτωπο επίθεσης του εμπορεύματος, αυτό το γεγονός πρέπει να παραμείνει κρυμμένο.” Από αυτήν την σχιζοειδή αντίφαση αντλεί η απόλαυση όσο και η δυσπιστία που οι περισσότεροι εξακολουθούμε να αισθανόμαστε συχνά απέναντι στη μόδα μέχρι σήμερα.

Ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας

Δεν υπάρχουν σχόλια: