20/5/18

Ήχος πλάγιος


Μια  πληγωμένη Γκουέρνικα ήταν στο Μαραί. Και δίπλα της καιροί αλλοτινοί μιας Γαλλίας καιόμενης. Ο Μάης μου είπες, θυμάσαι; Τότε που η Σορβόνη ήταν σε κατάληψη, όπως και τώρα.
Ναι, εκεί στην Place Pigale μου είπες ότι θέλεις τον κόσμο και τον θέλεις τώρα. Στιγμές του άχρονου χρόνου, του ακίνητου χρόνου, στιγμές... σκέτες, γλυκές, ωμές, ειλικρινείς.
Πρέπει να νικήσουμε τις λέξεις τους. Η κατάληψη δεν είναι η κατάληψη, είναι το τραγούδι του δημόσιου χώρου που ξαναγίνεται δημόσιος. Η διαδήλωση δεν είναι μια παρέα μπαχαλάκηδων, ούτε μια δράκα εργατοπατέρων, είναι η σαρακοστή μιας ζωής εξεγερμένης.
Δες, μου είπες, αυτές οι κερασιές έχουν ένα άλλο άρωμα. Αυτό με κράτησε εδώ. Κι' ύστερα; Ύστερα ο Μάης της καρδιάς μας. Αυτός θα νικήσει το Μαύρο μέτωπο. Κανείς δεν έχει δικαίωμα να τον προσβάλει. Κυρίως αυτοί που λεηλάτησαν μια πατρίδα καμένη. Αν και εμείς δεν έχουμε πατρίδα. Οι δρόμοι, μου είπες, είναι ο τόπος μας. Οι δρόμοι και οι μεγάλες πλατείες.
Τώρα, αυτά που φοράς είναι ομίχλη, είναι συννεφιασμένος ουρανός, είναι καπνός, είναι μνήμες. Δες λοιπόν και κατάλαβε ότι ο νέος Μάης γεννιέται. Και τώρα, όπως και τότε, για τρομοκράτες και μπαχάλακηδες μιλούν. Α, πόσο μοιάζει η γλώσσα τους, πόσο μοιάζει η φτήνια τους. Δεν θέλουμε δανεικές ζωές, δεν θέλουμε ματαιωμένες ζωές, γι’ αυτό και πάλι είμαστε παιδιά του δρόμου. Τρίψαμε τα χέρια μας με άγρια μέντα κι αφήσαμε το άρωμα να χυθεί στον δρόμο, να γίνει στίχος, να γίνει τραγούδι, να γίνει έρωτας, να γίνει ό,τι εμείς θέλαμε να γίνει. Πόσο δύσκολα βγαίνουν οι λέξεις, όχι οι καινούργιες, αλλά αυτές οι παλιές. Χαραμάδες ανοίγουν εντός μας και ρωγμές από ένα κόσμο που ζαλίστηκε από μια παραπαίουσα ηθική.

Τώρα, βλέπω ένα καράβι γεμάτο ηρωίνη να γυρνά τα λιμάνια του κόσμου. Κανείς δεν το ξέρει, κι έχει πολλούς νεκρούς που κρατούν καλά κρυμμένο το μυστικό του.
Το Παρίσι καίγεται, μου είπες, όχι από φωτιά, αλλά από ένα καημό ασήκωτο. Πάλι προχωράς, όχι δεν είναι το ίδιο πια, το Cartier Latin δεν είναι το ίδιο, αλλά όταν θα έρθουν πάλι θα γίνει αυτό που ήταν, όταν θα φύγουν τα γκρουπ και έρθουν οι άνθρωποι.
Τώρα στο Μοναστηράκι χορεύεις χωρίς να φοράς τίποτε κάτω από το φόρεμά σου. Κανείς άλλος δεν το ξέρει, κανείς. Ούτε μπορεί να το καταλάβει. Γιατί σιωπηλή κραυγή βγαίνει από το κορμί σου. Σε τυλίγουν οι νεραντζιές κι οι λεμονιές και συ χορεύεις πάνω σε ένα ξύλινο τραπέζι. Να ζωγραφίσω τον κόσμο μου είπες, όχι τον κόσμο τους, τον κόσμο νέτα σκέτα. Και συ να διαβάζεις ποιήματα, να διαβάζεις στίχους που μιλούν κι ακούγονται μες στην βοή.
Μ' έπιασες από το χέρι να κατέβουμε τα σκαλιά που οδηγούσαν στις πιο μεγάλες πλατείες, και κει ξαφνικά με φίλησες. Ήχος πρώτος είπες, ήχος πρώτος και το ράσο μου, το φόρεμα του αναχωρητή, έγινε κομμάτια και θρύψαλα, έγινε βόμβα μολότωφ, έγινε σημαία μιας εξέγερσης. Ήχος πλάγιος, δεν είμαστε τίποτε άλλο, παρά μια καιόμενη βάτος.

ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ

Εύα Ππαπαμαργαρίτη, Sleeve 2

Δεν υπάρχουν σχόλια: