24/1/16

Ο ποιητής Μανούσος Αναγνωστάκης



Α. Τάσσος, Σκλάβος Νο 3, 1967, 
ξυλογραφία 99 x 31,5 εκ. 
ΤΗΣ ΣΟΦΙΑΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Το 1987, δεκαέξι ολόκληρα χρόνια από τότε που ο Μανόλης Αναγνωστάκης αποφάσισε να εγκαταλείψει την ποίηση, δημοσιεύεται ένα παράξενο βιβλίο, μια ιδιότυπη βιογραφία-μαρτυρία ή δοκίμιο με στοιχεία ανθολογίας ή κριτική παρουσίαση ενός ποιητή άγνωστου στο ευρύ κοινό· τίτλος: Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης: Η ζωή και το έργο του· περιγραφικοί υπότιτλοι: «Μια πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης», «Δοκιμιακό σχεδίασμα του Μανόλη Αναγνωστάκη». Το βιβλίο αποτελεί κάτι σαν πράξη χρέους του «ερασιτέχνη» κριτικού Αναγνωστάκη, ο οποίος, μαθαίνοντας, υποτίθεται, από κάποιον κοινό γνωστό ότι ο παιδικός του φίλος Μανούσος έχει πεθάνει, αναλαμβάνει να τον τιμήσει, εξιστορώντας γεγονότα της ζωής του, αλλά και παρουσιάζοντας, έστω αποσπασματικά, το έργο του, διασώζοντας την ποίησή του από τη λήθη. Αν οι περιγραφικοί υπότιτλοι του βιβλίου το συστήνουν ως βιογραφία («Η ζωή και το έργο του») και ως «κριτική προσέγγιση» ή «δοκιμιακό σχεδίασμα», τα κριτικά σημειώματα, οι σύντομες μελέτες και οι προσωπικές επιστολές σχετικά με τις δύο ποιητικές συλλογές του Μανούσου Φάσση, την Παιδική Μούσα (1980) και τον Κατήφορο (1986) κείμενα εν πολλοίς πλαστά, «στημένα» ή ειρωνικά–, που περιλαμβάνονται στο «Παράρτημα», ενισχύουν το (ψευδεπίγραφο) κριτικό-φιλολογικό προφίλ του βιβλίου.

Μανόλης και Μανούσος είναι, βέβαια, όπως γρήγορα έγινε φανερό, το ίδιο πρόσωπο και τα ποιήματα του Μανούσου προέρχονται ως επί το πλείστον από τα εφηβικά ή νεανικά χρόνια του ίδιου του Αναγνωστάκη. Έχουμε λοιπόν να κάνουμε με μια περίπτωση «πλαστής ετεροπροσωπίας», όπως την ονόμασε η Άντεια Φραντζή, ή, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε, με μια ειδική περίπτωση ετερωνυμίας, με την έννοια ότι ο Μανούσος αποτελεί μια φαντασιακή προβολή, ένα προσωπείο με «σάρκα και οστά», με τη δική του βιογραφία, το οποίο καλύπτει ή αναδεικνύει μια πτυχή της ποιητικής δημιουργίας και της προσωπικότητας του Αναγνωστάκη που αποκλίνει, φαινομενικά τουλάχιστον, από την καθιερωμένη εικόνα του, όπως αυτή έχει εμπεδωθεί από την κριτική: πρόκειται για ποιήματα έμμετρα, άλλα νεορομαντικής κοπής και άλλα σατιρικής διάθεσης και φανταιζί αισθητικής, που ενσωματώνουν είτε ένα είδος παρωχημένου λυρισμού (η πρώτη κατηγορία), είτε ένα ανατρεπτικό, αιρετικό, συχνά «χοντροκομμένο» χιούμορ, που δεν μοιάζει να συνάδει με τη στοχαστική σοβαρότητα της «κανονικής» ποίησης του Αναγνωστάκη:

Αγάπησα και σκότωσα.
Ζούσα μέσα στο σκότος σα
να’ μουν παντελώς τυφλή
από το σεξ και το καυλί.

Παρόλο όμως που η έκδοση του Μανούσου Φάσση, μαζί με την πληροφορία ότι τα ποιήματα που περιέχει είναι του ίδιου του Αναγνωστάκη, προκάλεσε σοκ σε πολλούς αναγνώστες (δεν θα ξεχάσω τη δική μου έκπληξη, όταν διάβασα το βιβλίο το 1987), ο Μανούσος δεν απέχει τόσο από τον Μανόλη, από άποψη ηθική και ιδεολογική, ίσως και ποιητική, από ό,τι εκ πρώτης όψεως φαίνεται· αποτελούν μάλλον τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι, όπως μαρτυρούν άνθρωποι που τον γνώριζαν προσωπικά, ο Αναγνωστάκης αγαπούσε τις πλάκες και είχε πολύ χιούμορ.
Ο Μανούσος Φάσσης προκάλεσε αρχικά μάλλον αμηχανία στην κριτική, με αποτέλεσμα να απωθηθεί σχεδόν, θα λέγαμε, από το κριτικό υποσυνείδητο, και να μην αποτιμηθεί όπως του αξίζει, δηλαδή ως μια ιδιαίτερα περίπλοκη και εξόχως ανατρεπτική παρέμβαση εντός του λογοτεχνικού πεδίου. Στα πλαίσια αυτής της παρέμβασης καταρρίπτονται ειδολογικές συμβάσεις, παραβιάζονται τα όρια μεταξύ τόσο της βιογραφίας, της αυτοβιογραφίας, της μαρτυρίας, της μυθοπλασίας, του κριτικού δοκιμίου, του φιλολογικού πονήματος, όσο και μεταξύ του λογοτέχνη και του κριτικού με τρόπο παιγνιώδη και φαινομενικά τουλάχιστον – αυτοϋπονομευτικό και με τα όπλα της σάτιρας, της παρωδίας και ενός διαβρωτικού, καρναβαλικής υφής χιούμορ, που στρέφεται εναντίον κάθε είδους σοβαροφάνειας, υπονομεύοντας τις αντιλήψεις περί της υψηλής αποστολής της ποίησης ή της κριτικής ως θεσμού. Η απάντηση του Αναγνωστάκη δίνεται μέσω της καβαφικής επιγραφής του βιβλίου: «Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν. Στα σοβαρά πράγματα ήμουν πάντοτε επιμελέστατος». Ποιο είναι όμως εδώ το σοβαρό και πιο το «ελαφρό»; Πώς ορίζεται η «αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι»;
Τι είναι τελικά ο Μανούσος Φάσσης; «Κριτική  μυθοπλασία», «(φανταστική) αυτοβιογραφία», βιογραφικό αφήγημα με πρωταγωνιστή έναν ετερώνυμο ήρωα, ήτοι κεκαλυμμένη αυτοβιογραφία, κριτικό δοκίμιο ή κριτική αυτοπαρουσίαση, πεζογράφημα με στοιχεία δοκιμίου; Και γιατί επέλεξε ο συγγραφέας του να αυτοσυστηθεί στο αναγνωστικό κοινό με άλλο όνομα, μέσω ενός «άλλου», να αυτοαποκαλυφθεί κρυπτόμενος; Γιατί αποφάσισε να γίνει ο κριτικός του (άλλου) του εαυτού;
Φαίνεται ότι δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Μανόλη Αναγνωστάκη έχει πια έρθει ο καιρός να ασχοληθούμε σοβαρά με τον Μανούσο Φάσση, όπως αποδεικνύουν πρόσφατες ανακοινώσεις σε συνέδρια και ημερίδες. Φαίνεται ότι ήρθε η ώρα να αντικρίσουμε τον Μανούσο Αναγνωστάκη/Μανόλη Φάσση χωρίς ιδεολογικές ή κριτικές παρωπίδες, να προσπαθήσουμε να αναλύσουμε και να αξιολογήσουμε ένα κείμενο τόσο ελαφρό και τόσο σοβαρό, τόσο παιγνιώδες και τόσο στοχαστικό, τόσο αντιφατικό και τόσο συνεπές, ένα κείμενο τόσο απολαυστικό και τόσο πρωτότυπο, το οποίο έρχεται να ανατρέψει τις κριτικές βεβαιότητες, να υποσκάψει μέσω της διαλογικότητας, όπως την αντιλαμβάνεται ο Μιχαήλ Μπαχτίν, κάθε απόλυτη αλήθεια, για να προβάλει τη σχετικότητα των πραγμάτων: των ιδεολογιών, των δογμάτων, των ταυτοτήτων. Δεν θα ήταν, νομίζω, υπερβολή να ισχυριστούμε ότι ο Μανούσος Φάσσης συνιστά μια παρέμβαση τόσο δραστική, που μας αναγκάζει να δούμε ολόκληρο το έργο του Αναγνωστάκη, ποιητικό, κριτικό, δοκιμιογραφικό, και την προσωπικότητά του, συνολικά, μέσα από τον παραμορφωτικό ή, μάλλον, διορθωτικό φακό του Φάσση.
Η διαλογικότητα που διαποτίζει το κείμενο του Μανούσου Φάσση, σε επίπεδο λόγου, ύφους, είδους, αλλά και με τη μορφή του διαλόγου με τον αναγνώστη, στον οποίο απευθύνεται ή τον οποίο επικαλείται συχνά ο αφηγητής, και, φυσικά, η έντονα διαλογική (ο ένας «απαντάει» στον άλλον), δηλαδή αμφίθυμη και εν πολλοίς συγκρουσιακή, σχέση ανάμεσα στον Μανόλη και τον Μανούσο, αυτή η πολυεπίπεδη διαλογικότητα καθορίζει το νόημα: αντανακλά την ανατρεπτική ως προς την κυρίαρχη ιδεολογία καρναβαλική προβολή της σχετικότητας κάθε αλήθειας, κάθε εξουσίας. Ο «πραγματικός» Αναγνωστάκης δεν είναι ούτε ο Μανόλης ούτε ο Μανούσος άλλωστε, και ο αφηγητής, που ταυτίζεται, υποτίθεται, με τον συγγραφέα Αναγνωστάκη δεν είναι περισσότερο αυθεντικός από τον Φάσση, αφού δεν αποτελεί παρά μια συμπυκνωμένη εκδοχή του «πολιτικού ποιητή» του ποιητή ως Ήθους· ο «πραγματικός» Αναγνωστάκης κατοικεί στον χώρο που ορίζει ο διάλογος μεταξύ Μανόλη και Μανούσου, αλλά και μεταξύ του ανορθόδοξου «(αυτο)κριτικού» εγχειρήματος που στεγάζει ο Μανούσος Φάσσης και της «σοβαρής» κριτικής, που είχε εν πολλοίς επιμείνει στην εικόνα του πολιτικού-κοινωνικού ποιητή μιας καθημαγμένης γενιάς. Όμως, από την άλλη μεριά, σύμφωνα με τον ίδιο τον Αναγνωστάκη, η ποίηση του Φάσση είναι βαθιά και γνήσια πολιτική, ενώ η «δική του» ποίηση είναι και ερωτική.  
Τελικά, ανακοινώνοντας το 1987 τον θάνατο του άσπονδου φίλου και αντιζήλου του Μανούσου Φάσση, ο Μανόλης Αναγνωστάκης συνολικά και τελειωτικά κλείνει τον κύκλο της ποίησής του, με μια ύστατη «διαθήκη», μια πράξη υπογράμμισης της αντιδογματικότητάς του, ανάδειξης ενός αιρετικού, ελεύθερου πνεύματος, μιας ταυτότητας που δεν υπακούει σε ταμπέλες, κομματικές, ιδεολογικές ή κριτικές. Φορώντας τη μάσκα του κριτικού, απαντά στην κριτική όχι, κατά τη γνώμη μου, με διάθεση εκδικητική ή αλαζονική, αλλά με την ελαφρότητα μιας χιουμοριστικής, σκηνοθετημένης αυτοϋπονόμευσης, μιας παιγνιώδους σοβαρότητας, που μας εξαναγκάζει να επανεξετάσουμε όσα θεωρούσαμε, ίσως, δεδομένα, εντάσσοντας, ενδεχομένως, την ποίηση του Μανούσου στο ποιητικό έργο του Μανόλη.
Από χειρόγραφο του Μανούσου Φάσση που δημοσιεύει ο παιδικός του φίλος Μανόλης Αναγνωστάκης πριν από τον πρόλογο του βιβλίου του:

Στο ξενοδοχείο Macedonia
πλάγιασα σε μεταξωτά σεντόνια
είχανε και μεταξωτές κουβέρτες
κι’ είπα: φέρτες.

Είπα και στη ρεσεψιονίστα
πως μ’ έπιασε μεγάλη νύστα.
Θέλω άνεση σουΐτας
είμαι ποιητής της ήττας.

Είμαι γενιά του Αργυρίου
(ρίου ρίου κι’ αντιρίου)
συνάδελφος του Κουλουφάκου
και κάτσε κι’ άκου ...


Το κείμενο αυτό αποτελεί περίληψη ανακοίνωσης στην ΙΔ΄ Διεθνή Επιστημονική Συνάντηση του Τομέα ΜΝΕΣ του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ (αφιερωμένης στη μνήμη του Ξ. Α. Κοκόλη) (27-30 Μαρτίου 2014).

Η Σοφία Βούλγαρη διδάσκει Νεοελληνική φιλολογία στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Δεν υπάρχουν σχόλια: