29/1/17

Ατομικότητα και ταυτότητα: όρια και περιορισμοί της ελευθερίας

ΤΟΥ ΣΤΕΦΑΝΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

KWAME ANTHONY APPIAH, Η ηθική της ταυτότητας, μετάφραση: Δημήτρης Μιχαήλ, εκδόσεις Πόλις, σελ. 382

Ο Κουάμε Άντουν Άππια, καθηγητής φιλοσοφίας και δικαίου, στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, με καταγωγή από την Γκάνα, στην οποία μεγάλωσε, και την Αγγλία, διερευνά, σε αυτό το βιβλίο του, τα όρια της ελευθερίας σε σχέση με την οργάνωση των ταυτοτήτων. Βλέπει τις ταυτότητες, συλλογικές και ατομικές, και ως αξιολογήσεις των πραγμάτων, των συμβόλων και των σημασιών που έχουν σπουδαιότητα για τη ζωή μας. Ζούμε, άλλωστε, στον κόσμο, μαζί με τους άλλους ανθρώπους, μέσα από τις ταυτότητες που έχουμε επιλέξει και διαμορφώσει. Μέσα από αυτές επιτυγχάνουμε – ή, έστω, μπορούμε να επιδιώκουμε – την αυτοκατανόησή μας, ορίζοντας και τις διαφορές μας από αυτούς με τους οποίους συνυπάρχουμε. Μέσα από την κριτική, αναστοχαστική μας ικανότητα, ως προς το να αντιλαμβανόμαστε την κατασκευή των ταυτοτήτων μας και τη συνεργατική, σε αυτή την κατασκευή, λειτουργία της διαφοράς, καταφέρνουμε – όποτε το καταφέρνουμε – να συνυπάρχουμε, μέσα στον κοινωνικό και πολιτικό δεσμό, με τους άλλους και τις ανομοιότητές τους. Αυτές οι ανομοιότητες, όπως και οι αποκρυσταλλώσεις τους στην ταυτότητα που επιλέγουμε, βρίσκονται επίσης στις σημασίες του κοινωνικού και πολιτικού ιστού. Μέσα από αυτές είμαστε και άνθρωποι και πολίτες. Τα παραπάνω, βέβαια, προϋποθέτουν τη δυνατότητα να επιλέγουμε ταυτότητα, ή να ξέρουμε ότι αυτοκατανοούμαστε μέσα από την ταυτότητα που μας διαμόρφωσε ως υπάρξεις, οπότε μπορούμε και να γνωρίζουμε την κατασκευαστική της συγκρότηση και να μη την δεχόμαστε ως αυτονόητη και φυσική. Η ίδια η έννοια και η δυνατότητα της επιλογής, όμως, δεν μπορεί να ορισθεί χωρίς τη συνδρομή των εννοιών και δυνατοτήτων της κρίσης και της ελευθερίας την οποία προϋποθέτει. Σε αυτό το πλαίσιο, έχει σημασία να δούμε την πολύ ενδιαφέρουσα προβληματική του Άππια.

Οι διαφορετικές ταυτότητες απαιτούν αναγνώριση, οπότε ή θα αναλωθούν σε ανταγωνισμό που θα ορίσει την κυριαρχία τους ή θα υπάρξει η ισότιμη συνύπαρξή τους. Το να επιλέξει κανείς κάτι από τα παραπάνω σημαίνει ήδη, όμως, ότι κρίνει μέσα από μια ταυτότητα. Αν, δηλαδή, κάνει τη δεύτερη επιλογή, τότε κρίνει και αποφασίζει μέσα από την ταυτότητα των αξιών του πολιτικού φιλελευθερισμού και, στην πιο ριζοσπαστική-δημοκρατική εκδοχή τους, του δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού, ο οποίος είναι και αφετηρία για την όδευση προς τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, που και αυτός δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τις δικαιοκρατικές εγγυήσεις της ισότιμης μεταχείρισης. Ουδείς, βεβαίως, υποχρεούται να ακολουθήσει τέτοια πορεία, οπότε ας μείνουμε στα αυστηρά προαπαιτούμενα. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, στον βαθμό που έχει πραγματικά μπολιαστεί με τις δημοκρατικές αξίες, είναι τέτοιο προαπαιτούμενο, εφόσον, στο κοσμοθεωρητικό σύμπαν και το αξιακό του σύστημα, η αναγνώριση, ο σεβασμός και η ισότιμη μεταχείριση των διαφορετικών ταυτοτήτων συνιστά εμβληματική αξία. Ίσως γι’ αυτό ο Άππια στηρίζει την προβληματική του στη σχέση ελευθερίας και ταυτότητας και, πιο συγκεκριμένα, στους περιορισμούς που μπορεί να επιβάλλει η ταυτότητα στην ελευθερία. Γι’ αυτό θα συσχετίσει τα παραπάνω με την αυτονομία και θέσει τη θεωρία του Μιλ στο κέντρο της προβληματικής του. Η πολιτική φιλοσοφία του Μιλ, που μόνο ουδέτερα φιλελεύθερη δεν είναι, δεν περιορίζεται απλώς στην αρνητική ελευθερία, δηλαδή την απουσία εμποδίων κατά την ατομική δράση. Ο Μιλ προβάλλει την πολιτική ελευθερία, στην ουσιώδη συνάφειά της με τη δημοκρατία, στο πλαίσιο μιας διαβουλευτικής συνθήκης όπου η ισότιμη αναγνώριση των διαφορετικών θέσεων και ταυτοτήτων είναι προϋπόθεση για την ίδια τη δημοκρατία. Συνεπώς, δεν προσχωρεί στη θέση περί δύο ελευθεριών, θετικής και αρνητικής. Με άλλα λόγια, ο πολιτικός φιλελευθερισμός του δεν περιλαμβάνει αντιρεπουμπλικανικά και  αντιδημοκρατικά στοιχεία, αλλά ορίζει ως ζήτημα τη σχέση ατομικής ελευθερίας και δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης, στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Η τελευταία είναι πεδίο για την ισότιμη αναγνώριση και μεταχείριση των ταυτοτήτων, στον βαθμό που είναι ισχυρές οι δικαιοκρατικές, προστατευτικές εγγυήσεις. Μπορούμε να το δούμε αυτό και στο «Περί ελευθερίας», στο οποίο ο Μιλ δεν στηλιτεύει απλώς τη χειραγώγηση και τον δεσποτισμό, αλλά αποδίδει κανονιστική σημασία στη διαφωνία. Συνεπώς, αποδίδει τέτοια σημασία και αξία και στη διαφορετικότητα και τη διαφορετική ταυτότητα, που είναι καταγράφεται ως διαφωνία. Η διαφωνία, για τον Μιλ, όπως και η διαφορετική ταυτότητα που αναδεικνύεται μέσα από αυτήν δεν είναι απλώς ανεκτή: είναι πολιτική αρετή.  Ή άσκηση σε αυτήν είναι πυρήνας της δημοκρατικής, πολιτικής παιδείας. Γι’ αυτόν τον λόγο, προβάλλει και την αναγκαιότητα πολιτικών παρεμβάσεων που υπερβαίνουν, χωρίς να την μειώνουν, την τυπική, νομική ισότητα. Έτσι εξηγείται η στράτευσή του στο ζήτημα της ισότητας των φύλων, αλλά και βαθύτερα στην κατανόηση του σοσιαλισμού ως διεύρυνσης της δημοκρατίας και αναβιβασμού της στη σφαίρα της αυτοκυβέρνησης τόσο στο κοινωνικό όσο και στο οικονομικό πεδίο.
Ο Άππια, λοιπόν, εμπνέεται από τον Μιλ, σε ό, τι αφορά το ζήτημα της ατομικότητας και των ορίων που θέτει στην ελευθερία η διαμόρφωση μιας ταυτότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, τώρα, μπορούμε να δούμε πώς διαρθρώνεται η προβληματική του συγγραφέα: Ο Άππια εξετάζει πρώτα απ’ όλα το ίδιο το αίτημα της αυτονομίας. Αφού, στο πρώτο κεφάλαιο, έχει επεξεργαστεί τη σχέση ταυτότητας, ηθικής, ατομικότητας και κράτους, στη συνέχεια, διερευνά τη σχέση ταυτότητας και αυτονομίας, μέσα από τα όρια που θέτει η πρώτη στη δεύτερη. Μόνο έτσι νομίζω ότι μπορούμε να κατανοήσουμε την ενότητα αυτού του κεφαλαίου, που αφορά την, κατά τον Άππια, πραγματική  - όχι, ευτυχώς, και αναγκαστική – σχέση αυτονομίας και μισαλλοδοξίας: εάν η αυτονομία διαχωρισθεί από την ανεκτικότητα και την αρχή του ίσης αναγνώρισης, τότε οι πεποιθήσεις και οι αξιακές στάσεις των άλλων, όταν αντίκειται στις δικές μας, λογίζονται ως περιορισμοί στην αυτονομίας, οπότε εχθρευόμαστε και αυτές και τους φυσικούς φορείς της. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο συγγραφέας επιμένει τόσο πολύ στο ζήτημα της εκπαίδευσης της ψυχής, της διάπλασής της και των στερεοτύπων που σχετίζονται με αυτήν. Άλλωστε, μόνο εκεί που υπάρχει διάπλαση ελλοχεύει ο κίνδυνος της στρέβλωσης και μόνο εκεί όπου υπάρχει τέτοια διάπλαση είναι δυνατή και η αποφυγή του. Η αξία της εγγενούς σχέσης ανάμεσα στις αξίες του πολιτικού φιλελευθερισμού και της ρεπουμπλικανικής, δημοκρατικής ελευθερίας είναι ίσως η πρωταρχική προϋπόθεση, για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Και η πάσχουσα, καιρό τώρα, αντιπροσωπευτική, συνταγματική δημοκρατία είναι η πολιτική συνθήκη της συνύπαρξης με τους άλλους, χωρίς μισαλλοδοξία. Αρκεί η αξία αυτής της συνθήκης να λογαριάζεται με το αξιακό μέτρο της κοινωνικής δικαιοσύνης: για να μπορούμε να υπάρχουμε και εμείς και οι άλλοι.

Ο Στέφανος Δημητρίου διδάσκει Πολιτική Φιλοσοφία στον Τομέα Φιλοσοφίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Άποψη της έκθεσης

Δεν υπάρχουν σχόλια: