4/3/18

Η ποίηση ως φιλοσοφία της πράξης

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Κώστας Τσώλης, We believe…, 2014, ακρυλικό σε καμβά, 100 x 200 εκ. 


ΣΤΑΥΡΟΣ ΖΑΦΕΙΡΙΟΥ, Αυτοάνοσο (Ένα μελόδραμα), εκδόσεις Νεφέλη, σελ. 70

Τι είναι η ποίηση; Λέξεις, ρυθμικά οργανωμένες, που αφηγούνται ένα «θέμα»; Όχι κατ’ ανάγκην. Αυτή είναι η πρώτη, δεσμευτική και προγραμματική θέση που παίρνει ο Σταύρος Ζαφειρίου, ήδη με την πρώτη ενότητα του βιβλίου του, που επιγράφεται «Το θέμα». Πώς την υποστηρίζει; Όχι με όρους αισθητικούς, όχι μέσα από μια θεωρία της τέχνης, αλλά μέσα από μια θεωρία της ζωής, μέσα από στοχασμούς φιλοσοφικούς. Άρα, μέσω της φιλοσοφίας; Μάλλον, μέσω της άρνησης και της φιλοσοφίας. Για την ακρίβεια, μέσω της άρνησης ακόμη και του ρόλου της φιλοσοφίας, ως «φιλοσοφίας του θέματος».
Τα τρία μότο που μας εισάγουν στο βιβλίο (ένα της Χάνα Άρεντ, ένα αταύτιστο, ένα του Βιντγκενστάιν), μας μιλούν για την κοινοτοπία. Όχι για την κοινοτοπία της τέχνης, ούτε καν για την κοινοτοπία του κακού. Αλλά, για την κοινοτοπία της ανθρώπινης βεβαιότητας, πως όλα της ζωής οφείλονται στον τρόπο που σκεφτόμαστε, στον τρόπο που σκεφτόμαστε την αποστολή της τέχνης και των ιδεών, που, όπως θρυλείται, κάνουν τον άνθρωπο καλύτερο.
Ένα λοιπόν από τα μότο είναι αταύτιστο, με τον ποιητή να δηλώνει υποσέλιδα: «Αδέσποτη σημείωση που πλέον δεν θυμάμαι την προέλευσή της. Αν δεν είναι εξ ολοκλήρου σκέψη κάποιου άλλου, πιθανότατα απηχεί τη σκέψη κάποιου άλλου». Με αυτό τον τρόπο, ο Ζαφειρίου σχετικοποιεί μια σειρά από βεβαιότητες, από αυτή του «συγγραφέα» μέχρι εκείνη του μοναδικού εαυτού. Αυτό το αταύτιστο «υλοποιεί», ταυτόχρονα, το μότο της Άρεντ, «Το πρόβλημα με τον Άιχμαν ήταν ότι υπήρχαν πολλοί σαν αυτόν, και οι περισσότεροί τους δεν ήταν διεστραμμένοι ούτε σαδιστές, αλλά ήταν, και εξακολουθούν να είναι, φοβερά και τρομερά φυσιολογικοί. Από την άποψη των νομικών θεσμών μας και των ηθικών αξιολογήσεων, το γεγονός ότι είναι φυσιολογικοί είναι ακόμη πιο τρομακτικό από όλες τις θηριωδίες, γιατί υποδείκνυε ότι αυτός ο εγκληματίας νέου τύπου διαπράττει τα εγκλήματά του σε συνθήκες στις οποίες αδυνατεί να ξέρει και να νιώθει πως κάνει κάτι κακό», και το μότο του Βίντγκενστάιν, «Αυτά που ανακαλύπτουμε στη φιλοσοφία είναι όλα κοινοτοπίες. Η φιλοσοφία δεν μας διδάσκει καινούρια γεγονότα, μόνο η επιστήμη το κάνει αυτό. Αλλά η σωστή σύνοψη αυτών των κοινοτοπιών είναι εξαιρετικά δύσκολη και έχει τεράστια σημασία. Στην πραγματικότητα, η φιλοσοφία είναι μια σύνοψη κοινοτοπιών».

Ανάμεσα σε αυτά τα δύο έρχεται και παρεμβαίνει το «αταύτιστο» μότο, το οποίο, χαρακτηριστικά και δηλωτικά, εκφέρεται ως ερώτημα: «Γιατί άραγε ο Βαν Γκογκ επιδόθηκε σε τέτοιες κοινοτοπίες της τρέλας; Γιατί ζωγράφισε το πρόσωπό του με κομμένο το δεξί του αυτί και δεν ζωγράφισε το αυτί του το ίδιο;». Έτσι, λοιπόν, βγαίνουμε έξω από το πεδίο του «σκοπού» και του «αποτελέσματος», όχι πλέον με τον καβαφικό τρόπο του «ταξιδιού», το οποίο είναι αυτό που έχει σημασία ανεξαρτήτως του στόχου, αλλά με έναν τρόπο που υπερβαίνει και αυτή τη συνθήκη: μόνο η πράξη υπάρχει, η ίδια η πράξη συνέχει, παράγει, ακόμα και τη διαδικασία, και, φυσικά, ακόμα και το ίδιο το νόημα.
Πραγματισμός; Και πάλι, όχι. Θα ήταν πολύ εύκολη μια τέτοια διέξοδος. Είναι επίσης χαρακτηριστικό και δηλωτικό, ότι αυτή η πρώτη ποιητική ενότητα έχει τη μορφή θεατρικού διαλόγου, ενώ προτάσσονται σκηνοθετικές οδηγίες, οι οποίες καθιστούν τον διάλογο ήδη δρώμενο, δηλαδή θεατρική πράξη: «– Να σου πω! – Τι είναι πάλι; – Να, εκείνο με τις λέξεις... – Τι με τις λέξεις; Έρχονται πολλές; – Όχι, δεν έρχεται καμιά. Κι αν έρθει, φεύγει τόσο γρήγορα όσο ήρθε. Εσύ πώς πας; – Μμ! Έτσι κι έτσι. Όμως δεν απελπίζομαι. Θα έρθουν. Μπορεί ν’ αργούν, αλλά θα έρθουν και θα μείνουν. Πάντοτε έρχονται.»
Κάτω από το κείμενο και τις συνάψεις αυτές, διεξάγεται μια μετωπική σύγκρουση με την περιβόητη ρήση του Αντόρνο, για το εάν μπορεί να γραφεί ποίηση μετά το Άουσβιτς: «Καταλαβαίνεις... Ένα θέμα δίχως λέξεις...». Έτσι, η έξοδος από το αδιέξοδο του ερωτήματος δεν συμβαίνει, βέβαια, με έναν άλλο λόγο επί του θέματος. Επιπλέον, όμως, ο ποιητής δεν επικαλείται καν την ιδιότητά του και τη σημασία της ποιητικής λειτουργίας· ήτοι, βρίσκεται μετά την αντίστοιχη στάση του Βύρωνα Λεοντάρη. Τώρα, ο ποιητής, απαλλαγμένος από τις έννοιες, ούτε αντιδικεί με τις λέξεις του, ούτε τις εμπιστεύεται, ούτε και τις χρειάζεται. Ή, μάλλον, ακόμη και να τις χρειάζεται, ή να νομίζει ότι τις χρειάζεται, αυτές δεν είναι διαθέσιμες. Ούτε απούσες, ούτε και νεκρές (όπως στον Μιχάλη Κατσαρό)· δεν οφείλουν τίποτα, δεν υπόκεινται σε τίποτα· ούτε ακόμα και στην πράξη.
Στη δεύτερη ενότητα, που φέρει τον τίτλο «Το πλαίσιο», το πλάνο ανοίγει κι άλλο, μετατοπιζόμενο από τις λέξεις στη γλώσσα: «Στο μεταξύ,/ μια νέα γλώσσα αναπρογραμματίζει τους χρησμούς,/ τα ειπωμένα και αυτά που θα ειπωθούν/ απ’ το μεγάλο στόμα των τεράτων./ Μια νέα γλώσσα κρεμασμένη στον ιστό,/ που δεν διακρίνει τα στοιχειά από τα στοιχεία». Εδώ, ο Ζαφειρίου ξαναβρίσκει τον Βύρωνα Λεοντάρη, στην ύστερη φάση του, που ξεκινά με την κορυφαία συλλογή του, Εν γη αλμυρά, όπου και οι στίχοι: «Βλέπω στις ερημιές να σου χυμούν ρεκάζοντας τέρατα απαντήσεις/ να σου κατασπαράξουν το αίνιγμα/ ώσπου να φτάσεις κάποτε/ στη χώρα που την κατοικούν οι αντιλέξεις/ Τόσο πυκνές που έλκουν πίσω και ρουφούν το νόημά τους/ Καμμιά απολύτως μαρτυρία δεν έχουμε για αυτές». Ταυτόχρονα, συναντά τον Ηλία Λάγιο, στον στίχο-μανιφέστο της εποχής μας: «Την ιστορία της ιστορίας θα ξαναπώ».
Το πλαίσιο λοιπόν είναι η εποχή, το ευρύτερο ιστορικό παρόν μας. Και η πράξη είναι πράξη στο πεδίο των ιδεών, όχι κατ’ ανάγκην ως λόγος με «θέμα», αλλά πάντως ως λόγος-πράξη, όπως αυτόχρημα είναι η ποίηση και εν γένει η τέχνη, όταν όμως έχει συναίσθηση της ίδιας της συνθήκης της. Τι απομένει; Μα, το ίδιο το πλαίσιο: «Γι’ αυτά που μένουν χάσκει ο λάκκος των θεσμών/ με ξέσκεπα τα μολυσμένα σπλάχνα./ (Μόλις κοπάζει η βροχή/ αχνίζει απ’ τον κρατήρα του το πένθος/ και ξαναστήνονται οι πάγκοι των πλανόδιων/ με τα άκρα όσων σώθηκαν ακρωτηριασμένα». Η διάρκεια της κοινοτοπίας, λοιπόν, αλλά και η διάρκεια της μεταθετικής λύτρωσης: «Ιδού ο παράδεισος,/ επικερδής επένδυση στη μαστοριά του φόβου».
Μέχρι στιγμής, επέλεξα αυτή την περιγραφική παρουσίαση, ως απαραίτητη εισαγωγή στις εκτάσεις και τα δρώμενα ενός βιβλίου αναπάντεχου για τον ορίζοντα των αναγνωστικών προσδοκιών. Είναι μάταιο όμως να συνεχίσω, έστω και ακροθιγώς, μπαίνοντας τώρα στην κύρια ποιητική ενότητα του βιβλίου, που επιγράφεται «Επί της ουσίας», και καταλήγοντας στις δύο επιλογικές ενότητες, «Στο τέλος» και «Αυλαία». Ο λόγος είναι πως πρόκειται για ένα τόσο πυκνό και ευρύ βιβλίο, που η στοιχειώδης παρουσίασή του θα απαιτούσε ένα μεγάλης έκτασης μελέτημα. Όχι πως το «ξεκλείδωμά» του θα έβλαπτε την ανάγνωση· το αντίθετο. Γιατί το βιβλίο αυτό διαθέτει τόσους, και πολυποίκιλους, ενεργούς ποιητικούς πυρήνες, που κανένα ξεκλείδωμά του δεν μπορεί να εξαντλήσει τη δυναμική του.
Εδώ λοιπόν επιλέγω μια άλλη οδό. Να συσχετίσω την ποιητική του βιβλίου με άλλες ποιητικές, και πρώτα απ’ όλα με τη μέχρι τώρα ποιητική του Ζαφειρίου, που με το προηγούμενο έργο του, Δύσκολο, μας προειδοποιούσε ότι έμπαινε πλησίστιος, δηλαδή ποιητικά αποφασισμένος, στην πλήρη ωριμότητά του. Κι εκείνο το βιβλίο ήταν κατάφορτο από αναφορές, από ιδέες φιλοσοφικές και συνομιλίες με ποιητικά κείμενα, κι εκεί ο αναστοχασμός της όλης νεωτερικότητας έδινε τον τόνο, κι εκεί η γένεση του φασισμού ήταν ένα εφαλτήριο του ιστορικού αναστοχασμού του.
Εδώ όμως έχουμε να κάνουμε με κάτι περισσότερο. Όχι μόνο γιατί όλα τα προηγούμενα έχουν μια ασύγκριτα μεγαλύτερη ένταση και έκταση, αλλά και γιατί η ποιητική του περνά από κορυφαίες στιγμές της ποιητικής του νεοελληνικού λόγου, αναμετράται, μετατοπίζεται, προχωρά, συνθέτει το δικό της πρόσωπο και αποτύπωμα.
Φερ’ ειπείν, πάνω σε έναν αφηγηματικό καμβά που παραπέμπει στην Τέταρτη διάσταση του Ρίτσου, αλλά και στη Remington του Γιάννη Πάνου, αναμετράται με την προφητική/πατερική εννοιολόγηση της σύνθεσης Εν γη αλμυρά του Λεοντάρη, και εν ταυτώ με τον φιλοσοφικό αναστοχασμό της εθνογένεσης στο Επεισόδιο του συνομηλίκου του Γιώργου Μπλάνα, δίνοντάς μας ένα κείμενο βατό και καθόλου κρυπτικό, λυρικά δραστικό και ταυτόχρονα σαφές. Δεν ακολουθεί όμως τον Ρίτσο στη διαδικασία νοηματικής διαύγασης, ήτοι δεν μας «εξοικειώνει» με την καθημερινότητα, αλλά υιοθετεί το καρυωτακικό πρόταγμα της «ταπεινής τέχνης» και το παρακολουθεί στις σύγχρονες ποιητικές εκδοχές του, είτε στη συνεχή μετάβαση από το «υψηλό» στο «χαμηλό» (Λάγιος, Κοροπούλης, Αρανίτσης) είτε στην πεζολογική ρυθμοποιία (Βρεττός), όμως με την ανομοιογένεια να προβάλλει με σολωμική φυσικότητα και αρμονία. Ο κάθε ποιητικός πυρήνας, μέσα σε λίγους στίχους, συμπυκνώνει μια εκτατική διαδρομή, από τον λυρικό μινιμαλισμό της Κούρση μέχρι τον φιλοσοφικό στοχασμό του Χατζόπουλου, από τη δοκιμιακή εκφορά του λόγου του Βλαβιανού μέχρι τον δραματικό μονόλογο του Κάσσου. Ενώ ταυτόχρονα η γραφή του Ζαφειρίου ερωτοτροπεί με το μπεκετικό ύφος, τονίζοντας τη θεατρικότητα του κειμένου, δηλαδή της ποιητικής του ως σκηνικής πράξης (εδώ παραπέμπει ο αυτοχαρακτηρισμός τού έργου ως μελόδραμα), χωρίς να διολισθαίνει σε εκείνη την πόζα που επικαλείται νεφελώδεις μπεκετικές αναφορές ως άλλοθι. Νομίζω πως αυτά και μόνο αρκούν ως κατ’ αρχήν «αποδείξεις».
Ποιος είπε ότι, πέραν του μοντέρνου, σαν μοίρα καραδοκεί η αναπηρία, η αμήχανη παραθετικότητα και η αυτάρεσκη παρενδυσία του ατελέσφορου σε ατελεύτητο; Μόνο οι αφελείς πιστεύουν στο τέλος των μεγάλων αφηγήσεων. Εδώ έχουμε σύνθεση, που την ανοιχτότητά της την καθιστά ισχυρό αισθητικό πρόταγμα. Ή, μάλλον, την καθιστά μία από τις κορυφαίες στιγμές της διαδικασίας συγκρότησης ενός σύγχρονου αισθητικού προτάγματος· το οποίο πλέον δεν είναι μια ευφυής και, κατά τα παραδεδομένα, «μοναδική» σύλληψη, αλλά μια διαδικασία ολόκληρη, όπου οι σημαντικές στιγμές της προκύπτουν ως συνέχεια και υπέρβαση των προηγούμενων, αφήνοντας έτοιμες τις «υποδοχές» για τις επόμενες, αφού μόνο έτσι το ατελεύτητο τελεσφορεί, περιλαμβάνοντας απαραιτήτως και τον αναγνώστη, όχι προνομιακά τον ποιητή-αναγνώστη, αλλά πάντως τον «ανοιχτό» αναγνώστη, σε μια γραφή που συνεχώς επαναστρέφει στον εαυτό της, και πάλι έτσι, κλπ κλπ...
Είναι νομίζω προφανές, πως θεωρώ αυτή την ποιητική σύνθεση του Ζαφειρίου ως το σημαντικότερο ποιητικό βιβλίο των τελευταίων ετών.
Καλή η αλμύρα! Φτάνει ως την ψυχή/ και συντηρεί την παραμόρφωσή της·/ καίει το λίπος στις ακτές,/ τρέφει τα ζώα της με τις υγρές της ρίζες/ – κι αν χρειαστεί/ τρώει τα οστά των ιδεών ως το μεδούλι.

* Ο τίτλος του κειμένου, «φιλοσοφία της πράξης», παραπέμπει φυσικά στον Αντόνιο Γκράμσι, και συγκεκριμένα στη συνθετική του μέθοδο, όπου πάσης φύσεως ανομοιογενή υλικά έχουν τη θέση τους και βρίσκουν τον ρόλο τους, διαυγάζουν το νόημά τους. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: